Τετάρτη 7 Νοεμβρίου 2012

Στον πιο γλυκό παππού του κόσμου.

Η ανάρτηση αυτή είναι αφιερωμένη στο παππού μου.Στον πιο γλυκό και καλό παππού του κόσμου.Του αξίζει μια θέση στο μπλογκ μου.Αξίζει να αναφερθώ σε εκείνον.

Πριν μπω στο ψητό της σημερινής ανάρτησης θα σας πω δυο λόγια για τον Αυγουστό μου.
Ήταν όμορφος και βαρετός μαζί. Βλέπετε τον Αύγουστο φεύγουν όλοι…Αλλά παρολ’αυτά βγήκα αρκετές βόλτες.

8 Αυγούστου ήρθε ο μπαμπάς Αθήνα για ένα δρομολόγιο που είχε.Έτσι μας πέταξε την ιδέα να μας πάει για 2-3 μέρες στην Κόρινθο καθώς ήτανε και η θεία Β. με τα ξαδερφάκια!Δεχτήκαμε αμέσως.
Έπαθα πλάκα μόλις είδα με τι αμάξι είχε έρθει να παραδόση τους ξέρους στο αεροδρόμιο.Μια μαύρη πανάκριβη μερσεντες.xD Με αυτό το αμάξι λοιπόν μας πήγε στην Κόρινθο.
Καθώς μας πήγαινε,και ενώ τρέχαμε με  120 που έπιανε το αμάξι και απολαμβάναμε τις ανέσεις που προσφέρονται στους ξένους σ’αυτό το αμάξι(κάτι ωραίες δροσερές πετσετούλες άλλο πράγμα!),πήρα τηλ τον παππού.
«Έλα παππού!Τι κάνεις?»
«Παίζω κουν καν με τον θείο!»μου απάντησε πρόσχαρα.
«αα,ωραία να έρθω και εγώ να παίξουμε?»
«Και δεν έρχεσαι?»μου απάντησε.
«Ωραία!Έρχομαι!»συνέχισα εγώ.
«Με τι θα έρθεις?Να έρθω να σε πάρω από τον προαστιακό?»με ρώτησε νομίζοντας πως του κάνω πλάκα.
«Μπα όχι,έρχομαι με την ιδιωτική μου μερσεντες»
«ΑΑ,ωραία,εσύ οδηγάς?»
«αα,όχι όχι.Αλλά θα την δεις μόλις φτάσω,είναι μαύρη..χαχα»
«χαχα τι κάνεις?»με ρωτάει μετά από αυτό.
«Μα τώρα δεν σου είπα ότι έρχομαι? Χαχαχχαχαχ»του είπα έχοντας σκάσει στα γέλια
«Τι?Τι λέει αυτό?Χαζογελάει στο τηλέφωνο!»τον άκουσα να λέει γελώντας
«Χαχαχ έρχομαι μαζί με την Δ.Μας φέρνει ο μπαμπάς!»
«Αλήθεια?ΑΑ,ωραία,ωραία…σας περιμένουμε!»

Ήταν τόσο αστείο που εγώ μίλαγα σοβαρά ενώ ο παπππούς νόμιζε ότι του κάνω πλάκα.:P

Έτσι φτάσαμε στην Κόρινθο σε χρόνο ρεκορ.
«Τι κάνετε εδώ? :P»με ρώτησε ο θείος.
«Εεε,το είπα!Ήρθα για να παίξουμε κουν καν!»είπα γελώντας.

Κάτσαμε 3 μέρες,και ήτανε και οι 3 πανέμορφες.

Δεν θα ξεχάσω που πηγαίναμε στην θάλασσα,και είχαμε στριμωχτεί τα 4 ξαδέρφια πίσω...Εγώ είχα πάρει αγκαλιά την μικρούλα μας Δ. και τραγούδαγα «Ας ήταν όλη η ζωή μου σαν και σήμερα,που είναι όλα τόσο όμορφα και ήμερα,που είναι τόσο γαλανός και τόσο φωτεινός,ο ουραλός λαλλαλλαλαλ»

Δεν θα ξεχάσω που όλοι συζητάγαμε σοβαροί και ο παππούς είχε βάλει δυο χαρτοπετσέτες πάνω από τα χείλη του,και μας έκανε γκριμάτσες.Χαχχ τον έχω και φωτο!

Δεν θα ξεχάσω εκείνες τις υπέροχες μπριζόλες της γιαγιάς.«Να’σαι καλά γιαγια!»της έλεγα μετά το φαγητό.

Δεν θα ξεχάσω το χαλασμένο τηλέφωνο και την παντομίμα που παίξαμε!Να δείτε τον θείο μου να κάνει την Σταχτοπούτα να λυθείτε στα γέλια.:P

Δεν θα ξεχάσω το βλέμμα του παππού,όταν ο θείος μου έβαλε κρασί.
«Άντε στην υγεία σου παππού!:P»
«Για κάτσε καλά»μου έλεγε
«Μα τι νομίζεις ότι εγώ δεν πίνω?:P»
«Ήρθε η ώρα να σου πούμε την αλήθεια.Κάθε βράδυ τις μαζεύουμε από τα πεζοδρόμια πιομένες»πετάχτηκε ο θείος και αρχίσαμε όλοι να γελάμε.

Δεν θα ξεχάσω τα παιχνίδια με τον μικρό Γ.

Δεν θα ξεχάσω,την συνειδητοποιησή μου πόσο δεμένη είναι η θεία Β. με την γιαγιά.Είμαι σχεδόν σίγουρη πως όταν φεύγαμε κύλησαν δάκρυα στα μάτια της.

Τέλος δεν θα ξεχάσω αυτό το γλυκό: «Ότι χρειαστείτε να μας πάρετε τηλέφωνο»,και αυτή την όμορφη αγκαλιά της θείας.

12 Αυγούστου.


Ήτανε τα πεφταστέρια.Και μαντέψτε τι κάναμε?
Πήραμε στρώματα,μαξιλάρια,παπλώματα,πίτσες και πήγαμε στην ταράτσα της Ειρ. να τα δούμε.Και κοιμηθήκαμε εκεί.Όσο κοιμηθήκαμε δηλαδή γιατί 3μιση νυστάξαμε,7 σηκωθήκαμε να πάμε στα σπίτια μας,καθώς μας βάρεσε ο ήλιος.
Τι γέλιο είχαμε ρίξει εκείνο το βράδυ.Ειδικά με την Α.:P Είδαμε γύρω στα 8-10 πεφταστέρια και ήτανε τόσο ΟΥΑΟΥ.Ήτανε τόσο φωτεινά σαν φωτοβολίδες…τόσο λαμπερά και ΟΥΑΟΥ.Δεν μπορώ να σας τα περιγράψω πόσο όμορφα ήτανε.

Ο υπόλοιπος Αύγουστος κύλησε ήρεμα με βόλτες.Η μαμά ήτανε πάρα πολύ καλύτερα.Στις 15 μας άφησε και η Ειρ. να πάει στην Εύβοια.Έτσι το να πηγαίνουμε στο σπίτι της Α. και να έρχεται εκείνη στο δικό μας έγινε μια καθημερινότητα.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Απρίλιος 2012
«Να θυμάστε ότι θα σας αγαπώ μέχρι να κλείσω τα μάτια μου.»
«Και εγώ παππού μου.Πάρα πάρα πάρα πάρα πάρα πάρα πάρα πολύ»
«Και ότι εύχομαι να καταφέρω να σας δω φοιτητριούλες.»
«Θα μας δεις,μην ανυσηχείς!:D»

23 Αυγούστου 2012
Είμαστε στο σπίτι της Α.Έχουμε πάει να κάτσουμε και να μας πει η μαμά της τον καφέ.Σιγά μην βρει τίποτα,σκεφτόμουνα.Αλλά ας δούμε για πλάκα τι θα μας πει.

«Χμμ…μέσα στο σπίτι είναι κάποιος πάρα πολύ αγχωμένος.»λέει η μαμά της Α.
«Αα,η μαμά μας είναι.Περιμένει πως και πως τις βάσεις.»
«Θα χαρείτε με τα αποτελέσματα.Να βλέπεις εδώ?»μου δείχνει δύο κουκίδες «Εσύ και η αδερφή σου είστε που δίνεται τα χέρια…Αλλά θα περάσετε σ’άλλα Πανεπιστήμια η κάθεμια.»
«Ναι ε?»ρωτάω. «Καλά εγώ σίγουρα περνάω στο Καποδιστριακό. Δ. λες τελικά να μην πιάσεις το Χημικό και να είσαι στο Γεωπονικό?»την ρωτάω.(το Χημικό ανήκει στο Καποδιστριακό,ενώ το Γεωπονικό είναι μόνο του,άλλο Πανεπιστήμιο)
«Επίσης βλέπω ότι το σπίτι είναι χωρισμένο στα δύο…»Εδώ άρχισαμε να γελάμε
«Μα γιατί γελάτε?»μας ρώτησε
«Αφού τα βρίσκεται!»της είπαμε
«Εσύ…κάτι λεφτά έχεις στην άκρη…»
«Ε όχι…χαχχαχαχ»είχα όντως λεφτά,και όχι λίγα,κρυμένα στην μεριά μου στο δωμάτιο.
«Ξέρεις κανέναν από Φ?Σε ζηλέυει.Και από Τ.?Κουβαλάει στεναχώρια.»
«Χμ..από Φ έχω μια “φίλη” και από Τ. ο μπαμπάς μου.»αποκρίνομαι
«Ένα μικρό ταξίδι θα κάνετε…»



«Χμ,έλεγα μήπως πήγαινα μέχρι την Κόρινθο,αλλά δεν το έχω κανονισμένο.Τώρα που θα βγουν οι βάσεις,και θα χρειαστεί να μαζέψουμε και τα χαρτιά για το Πανεπιστήμιο δεν ξέρω πότε θα πάω…»
Βάζει το δάχτυλο της μέσα στο φλυτζανάκι.Το βγάζει. «Το βλέπεις?»με ρωτάει.Το δάχτυλό της ήτανε καφέ,αλλά φαινόταν ξεκάθαρα μια άσπρη γραμμή. «Θα πάτε ένα μικρό ταξίδι.»ξανά είπε
«Επίσης στεναχώρια…πολύ στεναχώρια βλέπω.»
«Ναι?»αναρωτήθηκα καθώς στην ζωή μου όλα είχαν αρχίσει να παίρνουν μια σειρά.
«Έχετε κάποιον από Ν.?»ρωτάει
«Τον παππού μας.»απαντάει η αδερφή μου.
«Θα χαρεί που θα περάσετε και θα σας δώσει δύο μικρά πραγματάκια.»
«Λεφτά μπορεί να είναι.»πετάχτηκα εγώ
«Όχι δεν είναι λεφτά.Δυο μικρά πραγματάκια είναι.Τώρα τι ακριβώς δεν ξέρω…»
Όταν φύγαμε αναρωτιόμουν πως τα βρήκε όλα.Και ήθελα να δω κατά πόσο η αδερφή μου θα είχε περάσει σε διαφορετικό Πανεπιστήμιο από εμένα.

26 Αυγούστου 2012
Καθόμαστε στο μπαλκόνι μας μαζί με την Α. η οποία ψάχνει να βρει σε ονειροκρίτες στο ιντενετ τι να πάει να πει όταν δεις στον ύπνο σου αστέρια να πέφτουν.
«Έλα ρε Α. τι το ψάχνεις?»
«Μα το έχω δει δυο μέρες αυτό το όνειρο!»Μετά από λίγο βρίσκει ότι σημαίνει πως θα ακούσει θάνατο.Πως θα ακούσει πως θα πεθαίνει κάποιος.
«Πω πω…»έλεγε ανήσυχη.
«Έλα βρε Α. μου,μην μου πεις πως πιστεύεις τους ονειροκρίτες?»
«Μα το έψαξα σε 3,και οι 3 λένε το ίδιο.:P»
«Χαχχα καλά τι να σου πω.:P»

27 Αυγούστου 2012
Όντως εγώ τελικά πέρασα στο Καποδιστριακό ενώ η αδερφή μου στο Γεωπονικό.Είχε δίκιο.
Κατά της 12 πήρα τηλ. την γιαγια.


«Γιαγια?»
«Έλα,ο παππούς είμαι.Το σήκωσα εγώ γιατί ήμασταν έξω με την γιαγιά»
«α,οκ.Πέρασα παππού!»του είπα χαρούμενη.
«Τι μόνο εσύ?Η αδερφή σου?»
«Και η Δ.
«ΑΑ,ωραία συγχαρητήρια :D!Μπραβο,μπράβο!Που?»
«Εγώ Φιλοσοφικής,Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας,τέλος πάντων φιλόλογος βγαίνεις,και η Δ. Επιστήμης και Τεχνολογίας τροφίμων.»
«Και από εκεί τι βγαίνεις?»
«Στις επιχειρήσεις βρε παιδί μου κλ.:P»
«ααα,ωραία ωραία μπράβο!Πότε θα ξανά έρθετε?Μου είπε ο μπαμπάς ότι θέλατε.»με ρωτάει.
«Ναι ήθελα πολύ να ξανά έρθω»είπα με ειλικρίνεια.
«Ωραία θα το δούμε,γιατί εκκρεμεί και η δουλεία με την Σ. που έχετε,θα δούμε πως …Πάρε και την γιαγιά»
Και έτσι είπα και τα χαρούμενα νέα στην γιαγιά.

Το ίδιο βράδυ
«Ο παππούς τι κάνει?Καλά είναι?»ρώτησε η Δ. στο τηλ. την γιαγιά το βράδυ
«Καλά είναι.Έχει πάει να δει τον αγώνα.Και λέει σ’όλη την γειτονιά ότι περάσατε!»


28 Αυγούστου 2012
Γύρω στης 11μιση το πρωί.
Κάθομαι στο δανεισμένο λάπτοπ της Α. και χαζεύω στο facebook.Η αδερφή μου βλέπει τηλεόραση,όταν χτυπάει το κινητό.
«Έλα μπαμπά!Καλά είμαστε,εσύ?Τι άσχημα νέα?»

Ωχ,λέω τίποτα καμία μείωση μισθού θα μας πει ότι του κάνανε και θα μας ψυχοπλακώσει χωρίς λόγο.

«Έλα πλάκά μου κάνεις.»λέει η Δ. γελώντας. «Ο παππούς?Και έπαθε ανακοπή?..Και πέθανε?»πρόφερε τις λέξεις χωρίς να ήθελε να πιστέψει τι έλεγε.Αλλά σιγά σιγά τα μάτια της βούρκωσαν. «Ναι οκ.Καλά…»

Κοίταζα την αδερφή μου,και όσο την κοίταζα συνειδητοποιούσα τι είχε πει.
«Τι είπε ο μπαμπάς?»ρώτησα με φωνή που έτρεμε.
«Ότι ο παππούς έπαθε ανακοπή.Και πέθανε…»μου απάντησε.
«Πλάκα κάνει?»είπα γελώντας.Δεν ρώτησα.Παρακάλεσα.Παρακάλεσα να έκανε πλάκα..Και χωρίς να το καταλάβω,άρχισαν να τρέχουν δάκρυα στα μάτια μου.Λυγμός βγήκε από τα χείλη μου και έτρεξα να πάρω μια χαρτοπετσέτα.Τα χέρια μου έτρεμαν ανεξέλεγκτα πολύ.

Μετά επέστρεψα αποφασισμένη να πάρω τηλ. τον μπαμπά και να μην δεχθώ αυτό που είπε.
«Και τι έγινε?Δεν τον πήγατε στο νοσοκομείο?Δεν έγινε κάτι?Η γιαγιά που είναι?»
«Εδώ μαζί της είμαι.Έφυγα από την δουλεία και ήρθα όσο πιο γρήγορα μπορούσα Κόρινθο.Τον παππού τον έχει αναλάβει το γραφείο κηδειών..»
«Μα δεν μπορεί…Δεν έγινε κάτι?»
«Λυπάμαι,πάει ο παππούς μας Μαράκι μου.»



Όχι έλεγα.Δεν γίνεται.Έτσι απλά πάει?Έτσι απλά?ΕΤΣΙ ΑΠΛΑ?
Όχι πλάκα μου κάνει.Πλάκα μου κάνουν όλοι.Όχι.Απλά όχι.

«Μην κλαις αγάπη μου.»μου είπε η γιαγιά στο τηλ. ενώ έκλαιγε και η ίδια.
«Δεν μπορώ βρε γιαγιά…»
«Τώρα θα είμαι και εγώ για εσάς και παππούς και γιαγιά»
«…..»

Δεν ήξερα τι να πω.Πως να φερθώ.Πως να το αντιμετωπίσω.
Όλη την μέρα έκλαιγα.Έκλαιγα…Μόνο το απόγευμα που βγήκαμε μια βόλτα μαζί με την Ε. να πάρουμε λίγο αέρα σταμάτησα.
«Και να κλαίμε τώρα δεν γυρνάει…»
Μου είπε η γιαγιά στο τηλ. το απόγευμα.Πόσο ψυχρή συνειδητοποίηση.Πόσο ψυχρή.Δεν γυρνάει…
Το βράδυ συνεννοηθήκαμε με τον θείο τι ώρα θα πέρναγε να μας πάρει το επόμενο πρωί.
Έκλαιγα.Και έκλαιγα.Και συνέχεια σκεφτόμουν την τελευταία μου συζήτηση μαζί του.Σκεφτόμουν όλα όσα ζήσαμε μαζί το καλοκαίρι.Τον σκεφτόμουν συνέχεια.Και ζαλιζόμουν….Γύρναγαν όλα...Ώσπου με πήρε ο ύπνος.


29 Αυγούστου 2012

Το πρωί ξυπνήσαμε κατά της 7.
Γύρω στης 8 ήρθε και ο θείος Α.(πόσο άσχημα ένιωσα όταν τον είδα με μαύρη μπλούζα) και μετά πήγαμε και παραλάβαμε την θεία Μ. και την ξαδέρφη μας Κ.
Μέσα στο αυτοκίνητο δεν λέγαμε τίποτα.Δεν μιλάγαμε καθόλου.Λες και περιμένα την κατάλληλη στιγμή όλοι για να ξεσπάσουμε.

Μόλις φτάσαμε και είδα στην κλασσική στροφή πριν το σπίτι, στην κολόνα ένα χαρτί που έγραφε «κηδεία» και από κάτω το όνομα του ένιωσα ακόμα πιο χάλια.

«Γεια σας κοριτσάκια μου.»μας χαιρέτησε ο μπαμπάς.Και άλλη μαύρη μπλούζα.
Μόλις μπήκαμε μέσα στο σπίτι,ήταν η στιγμή που περιμέναμε.Ξεσπάσαμε όλοι.Η Θεία Μ. κλάμα με λυγμούς.Η  Κ. έτρεξε στο μπάνιο και έκλαιγε.
«Μην κλαίτε..»είπε ο μικρός Γ.
«Όχι δεν κλαίμε…»του είπε η γιαγιά καθώς με φίλαγε και έτρεχαν και από εκείνη και από εμένα δάκρυα.
«Συγχαρητήρια για το Πανεπιστήμιο.Μίλαγα εχθες το βράδυ και με τον παππού.Είχε χαρεί πάρα πολύ που περάσατε.ΑΕΙ μου έλεγε λέγεται.»μου είπε η θεία Β. και με αγκάλιασε σφιχτά ενώ έκλαιγε και εκείνη.
«Χαχ…Ευχαριστούμε…»είπα σιγανά…σαν να δυσκολευόμουν να μιλήσω από το κλάμα.
«Και συλλυπητήρια»
«Έχετε συλλυπητήρια και από την μαμά…»

Έκατσα στον καναπέ.Όλοι μαύρες μπλούζες.Μια μικρή κορνίζα με το πρόσωπο του παππού δέσποζε στο τραπέζι.Πάνω στην κορνίζα το πράσινο κομπολόι του.

«Μια χαρά πήρα και εγώ και…Δεν μπόρεσα να την χαρώ…Και αυτά τα 2 χρόνια συνέχεια διάβαζα,είχα έρθει μόνο καλοκαίρι εδώ.»είπα παραπονεμένα στην θεία μου.
«Το ήξερε αγάπη μου ότι διαβάζατε.Και ότι είχατε ένα στόχο.Και ο στόχος απαιτεί θυσίες.»μου είπε η θεία Β.
«Νόμιζα πως ήτανε πλάκα στην αρχή…»
«Ναι…Έτσι και αλλιώς έτσι ήτανε ο παππούς.Όλο πλάκες…»
«Και του έλεγα.Να δεις που θα έρθω τον χειμώνα...»
«…Και εγώ πολλές φορές έχω ευχυθεί να μέναν στην Αθήνα.Να βγω ρε παιδί μου και εγώ μια φορά για ένα καφέ με την μαμά μου.Ή για ψώνια» ….«Αδυνάτησες…»μου λέει μετά από λίγο.
«Εεε,τον Ιούλιο η γιαγιά μας φούσκωνε στο φαγητό,ενώ τώρα ήρθα στα κανονικά μου επίπεδα…»

Απίστευτο έλεγα.Μα δεν μπορεί.Τώρα θα μπει από την πόρτα.Τώρα θα ανοίξει η πόρτα και θα μπει μέσα έλεγα.Δεν μπορεί.Κάποιος μας κάνει μια κακόγουστη πλάκα.
Ωστόσο τελικά δεν εμφανίστηκε ποτέ ο παππούς στην πόρτα.

Μόνο γείτονες έρχονταν σπίτι.Δεύτερα ξαδέρφια.Θείοι.Θείες.Συγγενείς της γιαγιάς.Του παππού.Ξαδέρφια του μπαμπά.Φίλοι της θείας Β.
Σε κάποια στιγμή ήρθε και ο άνθρωπος που ειδοποίησε την γιαγιά.Μας είπε ότι ο παππούς είχε πάει στο καφενείο.Ζήτησε ένα τσιγάρο(υπόψην ο παππούς μας είχε την καρδιά του,και είχε κάνει και μπαι μπας που κανονικά με αυτό ζεις 12-13 χρόνια,ενώ εκείνος είχε ζήσει 19.Δεν έκανε να καπνίζει όπως κα να έχει.)Κάποιος του έδωσε.Λέγανε κάτι και γελάγανε.Ξαφνικά ο παππούς έγειρε το κεφάλι. «Κυρ Νίκο κοιμήθηκες? Καίγεσαι με το τσιγάρο»Του είπαν.Μετά κατάλαβαν ότι κάτι συνέβαινε..Του κάνανε μαλάξεις.Καλέσανε ασθενοφόρο αλλά τίποτα.

«Θεία..αυτό είναι για εσάς.»είπα σε κάποια φάση στην θεία Β.
Τους είχα φτιάξει ένα σχέδιο.Βέβαια φανταζόμουν να τους το έδινα σε μία χαρούμενη στιγμή,σπίτι τους.
«Αγάπη μου.Είναι πανέμορφο.Ευχαριστούμε πολύ.»είπε και με αγκάλιασε συγκινημένη.
«Τίποτα»είπα πνιχτά.
Ο θείος Κ. μόλις το είδε ήρθε και με φίλησε στο κεφάλι.:)


Κατά της 2 το μεσημέρι συνειδητοποιήσαμε πως μέσα στην στεναχώρια μας πήραμε μαύρη μπλούζα αλλά όχι μακρύ παντελόνι.Ήμουνα με το σορτσάκι.Κακήν κακώς μας πήγε ο μπαμπά στο κέντρο της Κορίνθου να πάρουμε ένα μακρύ μαύρο παντελόνι.

Μέχρι να φάμε κατά της 3 μεσημεριανό δεν έκανα τίποτα ιδιαίτερο.Καθόμουν στον καναπέ και έκλαιγα.Η Κ. ήταν στην αυλή και μετά την πήρε ο ύπνος στο μικρό δωματιάκι.Την μικρούλα Δ. την είχανε αφήσει σε κάτι φίλους τους ο θείος και η θεία.Δεν άντεχε το καημένο μου το όλο κλίμα.

Σε κάποια στιγμή με φώναξε στο μικρό δωματιάκι η θεία Β.
"Θέλω να ξεβάψετε τα νύχια σας"μου είπε.Κοίταξα τα νύχια μου...ωω το είχα ξεχάσει τελείως.Τα νύχια των χεριών μου τα είχα βάψει πριν 2-3 μέρες κοραλί και των ποδιών πρασινογαλάζια.
"Ναι,ναι ασφαλώς μόνο που δεν έχω..."
"...Έχω φέρει εγώ ξεβαφτικό νυχιών στο μπάνιο"με διέκοψε.
"Ωραία εντάξει..."
"Ελπίζω να μην με παρεξηγείται..."
"Μα τι λες?"την ψευτομάλωσα και ύστερα με αγκάλιασε σφικτά.

Το μεσημέρι φάγαμε ψαρόσουπα.Δεν είχα και πολύ όρεξη.Πρώτη φορά που δεν άδειασα το πιάτο μου στην Κόρινθο.Και πρώτη φορά που δεν ενδιαφέρθηκε κανείς να μου πει,μην μείνεις νηστική φάε κάτι.Μόνο η θεία Β. μου ψιθύρισε «Δεν σου άρεσε?»
«Δεν πεινάω απλά.»της είπα.



Κατά της 5μιση θα πηγαίναμε στην εκκλησία.Έτσι όσο πλησίαζε η ώρα τόσοι πιο πολλοί συγγενείς μαζεύονταν.
Ήταν ΤΕΡΑΣΤΙΑ ειρωνεία,γιατί όποιος ερχόταν μας έλεγε «Συγχαρητήρια για την σχολή.Συλλυπητήρια για τον παππού.»
Όλοι μας έλεγαν συγχαρητήρια.Για πρώτη φορά στην ζωή μου κατάφερα κάτι μεγάλο…και στο καπάκι συνέβη αυτό.

«Ξέρεις τι μου έλεγε ο παππούς και στεναχωριόταν?»με ρώτησε κατά της 5 ο μπαμπάς.
«Τι?»
«Ότι μόλις ξεχρέωνε το δάνειο ήθελα να σας πάρει να πάτε να πάρετε καινούργια ρούχα…»(Το δάνειο θα το ξεχρέωνε τον Οκτώβριο και ανυπομονούσε πάρα πολύ.Μια δόση έλεγε έχει μείνει.)
Καινούργια δάκρυα έτρεχαν στο πρόσωπο μου.
«Αχ,και εμένα μου έλεγε Δ. μου όταν ξεχρεώσουμε το δάνειο θα σε πάρω να πάμε όπου θες…Αχ…Αλλά δεν με άκουγε…Λέγαμε πάντα ότι αν πεθάνω εγώ πρώτη,θα έρχομαι μετά και θα του μαγειρεύω.Και ότι αν πεθάνει εκείνος πρώτος θα έρχεται και θα πλένει την αυλή.Θα πάθω τίποτα μου έλεγε,και δεν θα έχεις μάθει πώς να γυρνάς τα νερά..Αχ τις μαυροφόρεσε τις εγγονές του.Να ήτανε εδώ από μια πλευρά να σας τα πέταγε»έλεγε η γιαγιά ενώ παράλληλα μαζί με την Κ. βούρκωναν τα μάτια μας.



Κατά της 5μιση ήρθε από το σπίτι το αυτοκίνητο με το φέρετρο.Θέλανε να περάσει έξω από το σπίτι για μία τελευταία φορά.
Η γιαγιά,η θεία Β.,εγώ,η αδερφή μου και η Κ. νομίζω πως μόλις είδαμε το αυτοκίνητο δεν το αντέξαμε.Κλαίγαμε πολύ.Ήταν η ψυχρή συνειδητοποίηση της στιγμής.
Μαζί με την Κ. μπήκαμε στο αυτοκίνητο του άντρα της αδελφής της μητέρας του θείου Κ.
Η θεία του θείου μας τέλος πάντων ήταν στην κοσμάρα της.Καθώς πηγαίναμε στην εκκλησία εκείνη έλεγε «ΑΑα,ωραία έχει και μίνι μάρκετ εδώ.Α,πολύ ωραία κοίτα εδώ τις ταβερνούλες δίπλα στην θάλασσα.Δεν έχουμε πάει,να πάμε κάποια στιγμή.»
Εμείς μαζί με την Κ. είχαμε πλαντάξει στο κλάμα και κοιτιόμασταν με ένα βλέμμα του στυλ wtf τι λέει αυτή?

Η εκκλησία ήταν πάνω από την παραλία που μας πήγαινε για μπάνιο.Ήταν τόσο παράξενο…Υπήρχαν άτομα ακόμα τα οποία έκαναν μπάνιο.Τα οποία ήταν χαρούμενα…Στα οποία η ζωή τους συνεχιζόταν κανονικά…Ήταν τόσο απίστευτο…Και να που λες ότι ναι,ότι και να γίνει η ζωή συνεχίζεται.Όλοι συνεχίζουν την ζωή τους…


Η πιο μεγάλη ψυχρολουσία μας συνέβη όταν μπήκαμε μέσα στην εκκλησία.Και ήτανε εκεί…Άσπρος.Σαν να κοιμότανε.Με το άσπρο μουστάκι του.

Τώρα θα σηκωθεί έλεγα και θα μας πει ότι μας κάνει πλάκα.Θα γελάσει.Θα με πειράξει.Θα μου πει μην κλαις Τασουλάκι.Μην κλαις Θέκλα.Θα μου ζητήσει να παίξουμε κουν καν.Θα με πάει στην θάλασσα.Θα μου πετάξει πετραδάκια.Θα παίξουμε το παιχνίδι ναι ή όχι.Θα παίξουμε τάβλι.Θα σταυρώσει τα χέρια του μπροστά στο στόμα και θα σφυρίξει σαν τρένο(εγώ θα παραπονεθώ ότι δεν μπορώ.)Θα χιλιοποτίσει την αυλή.Θα μου πει να κάτσω μέχρι να αρχίσει η σχολή.Θα πάμε να φάμε παρέα καρπούζι.Θα πάρει το μπλε μηχανάκι του και θα πάει βόλτα.Και Όταν γυρήσει θα βαράει δυνατά την κόρνα.Θα πάρει και το άσπρο τέμπρα να μας πάει στον προαστιακό.Θα χαιρετήσει στον αέρα και θα πει «έλα στην παρέα μας» και εγώ θα γυρίσω το κεφάλι,και θα δω πως δεν είναι κανείς και πως μου έκανε πλάκα.Θα γκρινιάξει για τα φώτα που είναι ανοιχτά.Θα γκρινιάξει για τα’ότι δεν έχει η σαλάτα πιπεριές.Θα πει ότι πεινάει αλλά δεν θα βάλει φαγητό.Θα κυνηγήσουμε παρέα τα κρεμμύδια στην σαλάτα.Θα με τσιμπήσει.Θα προσπαθήσει να διαβάσει αγγλικά αλλά δεν θα μπορέσει.Θα με πάρει από το κινητό του τηλέφωνο για να με σηκώσει από το τραπέζι και να μου κάνει πλάκα.Θα καμαρώσει τι ίσια που είναι τα δόντια μας.Θα μου δείξει τι ματιές ρίχνει ο μικρός Γ.Θα φωνάξει τα γατάκια γύρω του.Θα ρίξει τουφεκιές στο τσακιρ κέφι.Θα κάνει πράξεις στο μυαλό του τόσο γρήγορα όσο ένα κουμπιουτεράκι.Θα με φωνάξει για να γυρίσω τα νερά και να πατήσω το μπλέ ή το κόκκινο κουμπί.Θα μου πει τι ωραία που μυρίζει ο βασιλικός.Θα σε πάρει ο ύπνος πάνω στο τραπέζι,δίπλα στις ντομάτες,όρθιος στον καναπέ.Θα περπατήσουμε παρέα.Θα χαζογελάσουμε παρέα.Θα τραγουδήσουμε παρέα.Θα μου πει αυτό εδώ το σπίτι το ξέρεις,δικό σας είναι,σ'εσάς θα το γράψω.Θα πει ότι όταν θα κοιτάει αυτός τα ραδίκια ανάποδα να του προσέχω τον κήπο,και να ποτίζω τα φυτά του.Επίσης θα τραγουδήσει «μια κότα στρουμπουληηηη,μια κάτασπρη πουλάδαααααα» και εμείς μαζί με την Κ. θα γελάσουμε και θα αναρωτηθούμε ποιος λογικός θα έβγαζε ένα τέτοιο τραγούδι.Θα με τσιμπήσει.Θα με βαρέσει ελαφριά,εγώ θα πονέσω.Και θα μου πεί «Πονάω παππού!» «Ε,ναι βρε παππού πονάω!»θα του πω.Και ύστερα θα με κοιτάξει με τα φωτεινά πράσινα μάτια του και θα μου πει «Όντως ε?» «Ναι όντως»θα του πω.
Και θα πούμε και άλλες ατάκες μας.Όπως το κατά των ρούντων γεγονότων και ως εχόντων των πραγμάτων,το ΑΧΑ,το άσεεε με καημένηηη,το χαμένοοοο,το θα πάρω κανένα τούβλο.Θα μας ρωτήσει πόσο κάνει τρις 11,τρις 12,τρις 15 και 11.Θα μας πει το δύο άντρες και δυο γιοι ήσαντε κυνηγοί.

Ωστόσο τίποτα απ’όλα αυτά δεν συνέβη.
Παρέμεινε εκεί ξαπλωμένος.
«Σας αγαπούσε πολύ ο παππούς.Μόνο για τα εγγόνια του μίλαγε συνέχεια»μου έλεγε στην εκκλησία μια συγγενής μας.

Δεν μπορούσα να πάω πιο κοντά του.Δεν το άντεχα.Η Κ. δεν ξέρω πως κατάφερε να μείνει σ’όλη την λειτουργία εκεί.
«Θα έρθετε να τον φιλήσετε?»με ρώτησε με κατακόκκινα μάτια μια δεύτερη ξαδέρφη μας.
«Δεν μπορώ…»απάντησα πνιχτά.Ήταν αδύνατον.Ήταν πάνω από τις δυνάμεις μου.Πάνω από το εγώ μου.Πάνω απ’ότι άσχημο είχα ζήσει μέχρι τότε.Πάνω από εμένα.
Δεν θυμάμαι και εγώ πόσα χαρτομάντιλα χάλασα…

Δεν άντεχα να τον βλέπω εκεί.Έτσι…Ακίνητο.Τώρα θα εμφανιστεί κάποιος και θα μας πει ότι όλο αυτό ήτανε μια κακόγουστη πλάκα.Ωστόσο δεν εμφανίστηκε κανείς.

Όταν βγήκαμε στο προαύλιο χώρο ήρθε η θεία Β. και με αγκάλιασε από τα δεξιά και η γιαγιά από τα αριστερά και περπατήσαμε παρέα..

Ένιωθα πως δεν με κράταγαν τα πόδια μου.Πρώτη φορά ένιωθα πως άμα στεκόμουν για 10 λεπτά όρθια θα έπεφτα μετά.

Οδυνηρή ήτανε και η στιγμή όταν φτάσαμε στο νεκροταφείο.
«Είδατε δεν ήτανε τίποτα!Σαν να κοιμότανε.»έλεγε η γιαγιά

Αλλά εγώ όσο έβλεπα το φέρετρο τόσο έκλαιγα.
«Μην κλαις αγάπη μου.Σώπα…»μου ψιθύρισε δίπλα μου η θεία Β.Με το αριστερό της χέρι με αγκάλιασε και με το δεξί μου σκούπισε τα δάκρυα από το πρόσωπο. «Τον κάνατε πολύ περήφανο.Εμείς την χαρά του Πανεπιστημίου δεν του την δώσαμε.Από εσάς την πήρε.»μου είπε η θεία καθώς λυγμοί με έπνιγαν.Περπατήσαμε μαζί μέσα μέχρι το νεκροταφείο.Μου κράταγε το δεξί χέρι σφιχτά.



«Αντίο θείουλη μου…»έλεγε κάποιος πίσω μου.
«Καλό ταξίδι μπαμπάκα…»έλεγε η θεία Β.
«Αφήστε με να τον δω λίγο ακόμα..49 χρόνια μαζί ήμασταν.»έλεγε η γιαγιά.


Αντίο παππούλη μου.Έλεγα εγώ από μέσα μου καθώς πέταγα το άσπρο λουλούδι που κάποιος έβαλε στο χέρι μου.Σε αγαπώ πάρα πάρα πάρα πάρα πάρα πάρα πάρα πολύ.Ακούς? ΠΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΡΑ ΠΟΛΥ.Όπως όταν ήμουνα μικρή και σου έλεγα πάλα πάλα πάλα πάλα πάλα πάλα πολύ.Και θα σε θυμάμαι.ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ.Και θα σε αγαπω.ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ.ΚΑΙ ΠΑΝΤΑ.Πιο πολύ και από τους γονείς μου σ’αγαπούσα.Σου είχα τεράστια αδυναμία.ΤΕΡΑΣΤΙΑ.Πάντα μίλαγα για εσένα.Και ήμουνα περήφανη για εσένα.Που ήσουνα ένας τόσο ξεχωριστός και πρόσχαρος παππούς.Αν έπρεπε για ένα άτομο να βάλω το χέρι μου στην φωτιά,θα το έβαζα για εσένα.Και ήταν ανάγκη να φύγεις τώρα?Τώρα που σου είχα υποσχεθεί ότι θα έρχομαι και χειμώνα?

«Θα έρθω και χειμώνα παππού!»
«Μπααααααα.»
«Αλήθεια!»
«Να το δω!»

Μετά πήγαμε με όλους τους συγγενείς σπίτι.Δεν ξανά έκλαψα εκείνη την μέρα.Ένιωθα πως δεν μπορώ να κλάψω άλλο.Είχα κάτσει στο περβάζι ώστε να τους παρατηρώ όλους.Και αυτούς που κάθονταν στην βεράντα αλλά και αυτούς που κάθονταν στην αυλή.Έβλεπα να πηγαινοφέρνουν κονιακ,καφέδες,τυροπιτάκια.Δεν βοήθησα σε τίποτα.Δεν με κράταγαν τα πόδια μου.Ζαλιζόμουν ελαφρώς.

Όλη εκείνη την ώρα μέχρι να νυχτώσει περίμενα.Περίμενα να εμφανιστεί.Να μπει μέσα από την καγκελόπορτα.Δεν το πίστευα.Περίμενα…Και περίμενα…Αλλά τίποτα.Ποτέ δεν μπήκε.Και ποτέ δεν θα ξανά μπει.

«Αυτές είναι οι ανηψιές μου!»έλεγε με περηφάνια η θεία Β. στους συγγενείς.
«Μοιάζεται»μας έλεγαν.:)

Σε κάποια στιγμή είδα και τον κολλητό τον παππού τον κύριο Θ.Δεν είχε προλάβει να έρθει πιο πριν γιατί ερχόταν από Καβάλα. «Σ’όλη την διαδρομή ευχόμουν να είναι πλάκα.Όταν έστριψα και είδα τον κόσμο εδώ τότε κατάλαβα πως δεν ήταν…Πέρασα πάνω από το νεκροταφείο καθώς ερχόμουν…Και κόρναρα…Τον χαιρετησα...»

«Έχεις ασπρίσει»μου είπε σε κάποια φάση ο μπαμπάς.

Πήγα στο μπάνιο να κοιταχτώ.Όντως είχα ασπρίσει.Τα μάτια μου ήτανε κόκκινα.

Δεν μίλησα με κανέναν.Περίμενα μέχρι να φύγουν όλοι.Χαιρέτησα λίγους.

Το μόνο που με απασχολούσε ήταν αν θα σταμάταγα κάποτε να αναστενάζω.Νόμιζα πως δεν θα σταματήσω ποτέ να αναστενάζω.Τόσο βαθιά…Τόσο στενάχωρα.



Επίσης από πάντα,από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου είχα συνδιάσει το σπίτι εκεί με όμορφα πράγματα.Με διακοπές,με γέλια,με Πάσχα,με χαρές.Ήταν η πρώτη φορά που συνέβαινε κάτι τόσο άσχημο…Ο ήλιος ήταν φωτεινός…από μακριά φαινόταν η θάλασσα…Και όμως,αυτή την φορά ήταν όλα τόσο αλλιώτικα.

Που και που κύλαγαν και άλλα δάκρυα από την Κ.
Η Δ. ήταν ήρεμη εκείνο το βράδυ.

Κατά της 10 πήραμε μαζί με την Κ. ένα μπλοκ του μικρού Γ. και αρχίζαμε και ζωγραφίζαμε.Πεταλούδες,μπαλόνια,παγωτά.Εργοθεραπεία.:P
«Να μπει τώρα κάποιος και να δει ότι ζωγραφίζουμε σαν τα πεντάχρονα..:P»είπε η Κ.
«χαχχα ρε σταμάτα μην με κάνεις να γελάω,πονάει η κοιλιά μου από το κλάμα πριν.:P»
Και κάπως έτσι ένιωσα καλύτερα.Όπως και όταν ήρθε η θεία Β. και αρχίσαμε να συζητάμε για ψέμματα που έχουμε πει στους γονείς μας.:P
Αργότερα έλεγε ένας «Τσούζουν τα μάτια μου…»
«αα,και εμένα…»
«ΕΛΑΑ,τι σύμπτωση και εμένα xD»
Και κάπως έτσι πήγαμε για ύπνο.

Την επόμενη τα πράγματα ήταν πιο ήρεμα.Πιο χαλαρά.Σαν να ήτανε μία συνηθισμένη μέρα στην Κόρινθο.
Δυστυχώς το απόγευμα έπρεπε να φύγουμε.Ήθελα να κάτσω και στα τρισάγια βέβαια…
«Αυτά είναι του παππού…Πάρτε τα,για να τον θυμάστε.»Μας είπε η γιαγιά την ώρα που ετοιμαζόμασταν να φύγουμε.Στα χέρια της Κ. έβαλε την χρυσή αλυσίδα του παππού με τον σταυρό του,στα χέρια της αδερφή μου μια χρυσή μικρή πλακέτα που απεικόνιζε ένα τοξότη λόγω ζωδίου,και στα δικά μου το μεγάλο χρυσό δαχτυλίδι του.

Θα σας δώσει δύο μικρά πραγματάκια.Δεν είναι λεφτά.Πραγματάκια είναι,αλλά δεν ξέρω τι ακριβώς.
Θυμήθηκα τα λόγια της μαμά της Α. όταν μας έλεγε το φλυτζάνι.

Μόλις είδα το δαχτυλίδι θυμήθηκα τα δάχτυλά του.Αγκάλιασα την θεία Β. για να την χαιρετήσω αλλά άρχισαν να τρέχουν πάλι δάκρυα από τα μάτια μου.
«Μην κλαις άλλο αγάπη μου.Τώρα έχετε εμάς..»μου είπε καθώς με κράταγε αγκαλιά.«Τον κάνατε πολύ περήφανο.Σ’όλο το Καλαμάκι είχε πει ότι περάσατε.»την άκουσα να λέει απαλά στο αυτί μου.Στα συγκεκριμένα λόγια μου ξέφυγε ένας λυγμός. «Μην κλαις,και χαλάς και το μακιγιάζ που μόλις έβαλες»Με κοίταξε για μια στιγμή και μετά έφερε τα δυο της χέρια στο πρόσωπο μου σκουπίζοντας τα δάκρυά μου. «Ναι?»



Κούνησα το κεφάλι με ένα αμυδρό χαμόγελο.

Μέχρι να μπούμε στον προαστιακό με είχε ξανά πιάσει το παράπονο και δεν μπορούσα να σταματήσω να κλαίω.

Τρεις μέρες μετά έβγαλα έρπει στα χείλια από την στεναχώρια.Ήταν η δεύτερη φορά που έβγαζα φέτος από στεναχώρια.

Δεν είχα σκεφτεί ποτέ ότι μπορεί κάποια στιγμή να έφευγε ο παππούς…Μόνο μια φορά ,πριν δυο χρόνια,είχα στεναχωρεθεί πολύ γιατί ήταν κλασσικά στο νοσοκομείο.Τότε μια φίλη,και μπλόγκερ(dream girl ή Irene :P) μου είχε πει ότι είναι η φυσική ροή της ζωής. «Ξέρεις ότι κάποτε θα συμβεί.Όσο σκληρό και αν είναι.Όχι τώρα.Δεν το πιστεύο ότι θα συμβεί τώρα.Αλλά ξέρεις ότι κάποια στιγμή θα γίνει…»
Δίκιο είχε βέβαια.

Από το μυαλό μου ωστόσο πέρασε αυτή η σκέψη φέτος τον Ιούνιο,όταν έπαθε το ελαφρύ εγκεφαλικό.Και τότε λέγαμε ότι Καλαμάκι χωρίς τον παππού δεν θα είναι πια Καλαμάκι.Προσπαθούσα βέβαια να διώξω αυτή την εικόνα από το μυαλό μου.Με έκανε να ανατριχιάζω.Και όταν προσπαθούσα να την φανταστώ,με φανταζόμουν σίγουρα πάνω από 24,και τα ξαδέρφια που πιο μεγάλα…
Και έτσι ξαφνικά ξεγράφεται ένας άνθρωπος από την ζωή σου.Έτσι ξαφνικά δεν μπορείς να τον ξανά δεις.Να τον ξανά ακούσεις.Να τον ξανά πάρεις τηλέφωνο.Να τον ξανά φιλήσεις.
Αλλά ποτέ δεν έρχονται στην ζωή τα πράγματα όπως τα θέλουμε έτσι?


Τώρα που είμαι εδώ στην Αθήνα δεν είναι τόσο οδυνηρό.Προσπαθώ και να μην το θυμάμαι…Με την καθημερινότητα μου το ξεχνάω.Προσπαθώ να κάνως πως είναι εκεί,στην Κόρινθο και με περιμένει να πάω.Και πως είναι καλά.Αλλά όταν συνειδητοποιώ ότι τίποτα από αυτά δεν ισχύει νιώθω να πνίγομαι…πφ και πανικοβάλομαι.:( :/ Και μετά ξανά σκέφτομαι ότι είναι εκεί και το ξεχνάω και μου περνάει.Αλλά όταν είχα πάει στην Κόρινθο για τα 40ημερα ήταν εξαιρετικά οδυνηρό.Όλα εκεί τον θυμίζουν.Δεν έχω συνηθίσει να μπαίνω και να λείπει.Πάντα θα περιμένω να εμφανιστεί…Αναρωτιέμαι πως θα είναι πια τα καλοκαίρια μου χωρίς εκείνον…:( Θα είναι σίγουρα πιο μουντά.Τώρα με ποιον θα χαζογελάω εγώ παρέα?
Δεν μπορώ να φανταστώ την ζωή μου χωρίς εκείνον.Αλλά θα την συνεχίσω με τσαμπουκά.Για εκείνον.



Αυτά για σήμερα.Ελπίζω να μην ψυχοπλάκωσα πάρα πολύ,αν και λίγο αδύνατον με το συγκεκριμένο περιεχόμενο.
Ανατριχιαστικό δεν ήταν αυτό με το φλιτζάνι? Και τα όνειρα της Α.?

Θα τον αγαπώ για πάντα.Ήταν ΤΟΣΟ ξεχωριστός για εμένα.Ένα άτομο που αγαπούσα ΤΟΣΟ ΠΟΛΥ.Δεν ήταν αυτό το συνηθισμένο πρότυπο παππού που είναι ήσυχος,μιλάει για ιστορίες συνέχεια και είναι αυστηρός.
Ήταν αντίθετα χαρούμενος,καμένος,με ζωντάνια,με γέλιο,με τραγούδια,με ατάκες,με χιούμορ.
Όταν μίλαγα στον κινητό με την φίλη μου την Κ. φώναζε «Κλείσε Κ. το κινητοοοοοο,παίζουμε κουν καν τώρα»χαχα

Μας χτύπαγε για πλάκα και η γιαγιά φώναζε «Μην τα χτυπάς Νίκο.»Και πρόσθετε «Έλα βρε Νίκο σταμάτα τις βλακείες» όταν έβλεπε πως ο παππούς έπαιρνε κάποια γκριμάτσα.
Και ο παππούς χαζογέλαγε και απάνταγε «Τα Τασουλάκια μου!Θα τα χτυπάω!Τα πρωτότοκα μου εγγονάκια είναι αυτά!»

Αν πάτε στην ανάρτηση «Γλυκό μου 2010»,θα δείτε που έχω γράψει πως στο Καλαμάκι αγαπώ τα πάντα,τον ήλιο την θάλασσα,τον παππού μου.Και ύστερα έχω προσθέσει πως εξάλλου είναι τόσο γλυκό να σε παίρνει ο ύπνος στον καναπέ και να έρχεται ο παππούς να σε σκεπάζει με το σακάκι του.

«Πάντα με γέλιο ήτανε ο παππούς σας.Ακόμα και να σε έβριζε χαμογελώντας θα το έκανε»μας είχε πει ένα συγγενής στα 40.
«Η χαρά μέσα στο σπίτι ήτανε»είχε πει κάποιος άλλος.

 Ο μπαμπάς είπε ότι σαν μεγάλος ή θα σου πέρναγε αδιάφορος ο παππούς ή θα τον συμπαθούσες πολύ.Αλλά σαν παιδί θα τον λάτρευες.

Και όντως για εμένα ήταν πάντα το τέλειο.Και θα είναι για πάντα το τέλειο.Και ίσως αυτό να είναι τελικά πραγματική αγάπη.Να αγαπάς τον άλλον και με τις παραξενιές του και με την γκρίνια του και με τα όλα του.Και εμένα δεν με ένοιαζε ότι και να έλεγε,ακόμα και όταν γκρίνιαζε.Μετά πάντα σκεφτόμουν ότι τον αγαπώ.Και ότι έχω τον καλύτερο παππού στον κόσμο.Τον πιο γλύκό.Με τα πιο φωτεινά πράσινα μάτια.





Τι τραγούδι να σου πω που να σε ξέρει;
Να' ναι εκεί όταν γελάς κι όταν φοβάσαι.
Να' ναι εκεί όταν μεθάς κι όταν λυπάσαι.
Κι όταν κρύβεσαι στης μοναξιάς τα μέρη.

Τι τραγούδι να σου πω εκεί που πας;
Να μη μοιάζει με κανένα.
Τι τραγούδι να σου πω εκεί που πας;
Μα να μοιάζει μ' όλα όσα αγαπάς.

Τι τραγούδι να σου πω που να' χει αέρα;
Σαν κι αυτά μες τις κασέτες που 'χουν λιώσει.
Γιατί πάτησαν το χρόνο, σ' έχουν νιώσει.
Πήραν σήκωσαν το φως κι εδώ το φέραν.

Τι τραγούδι να σου πω εκεί που πας;
Να μη μοιάζει με κανένα.
Τι τραγούδι να σου πω εκεί που πας;
Μα να μοιάζει μ' όλα όσα αγαπάς.

Τι τραγούδι να σου πω χωρίς ουσία;
Να το φτύνουν οι σοφοί κι οι μπερδεμένοι.
Να γεννιέται στα ρηχά κι εκεί να μένει.
Να μην έχει ούτε λάμψη,ούτε αξία.
Μα να φέγγει στη δική σου καταχνιά.




Της αγάπης την ουσία
την μετρώ στην απουσία


κι όλο γίνομαι κομμάτια


πράσινα γλυκά μου μάτια


Όσα κι αν ήξερα τα ξέχασα κοντά σου


και την ματιά σου έχω μόνο φυλαχτό


μ' ένα χαμόγελο τα σύννεφα σκορπίζεις

και με φωτίζεις μ' ένα φως αληθινό, αληθινό



ΥΓ:Η κυρία Μ. σ'ένα μνμ μας της μου έγραψε ότι οι άνθρωποι πεθαίνουν μόνο όταν οι άλλοι τους ξεχνάνε.Και μου είπε να το θυμάμαι καλά αυτό.
ΥΓ2:Γράφοντας αυτή την ανάρτηση κύλησαν πολλές φορές δάκρυα στα μάτια μου.:/
ΥΓ3:Η ειρωνεία είναι πως αρχές Αυγούστου καθόμασταν μαζί με μία φίλη μας,και τι έλεγα εντάξει ΤΙ χειρότερο μπορεί να μου συμβεί πια.Όλα τα χάλια αυτή την χρονιά έχουν έρθει.Τί αλλο όμως?..Και να που υπήρχε και συνέχεια.

Καληνύχτα σ'όλους.:)

13 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Να σου πω κατι, δε σκεφτηκες αληθεια οτι θα ήταν καλυτερο να γραψεις βιβλιο αντι μπλογκ;;
Εγω χαλια περασα τον Αυγουστο οπως και ολο το Καλοκαιρι αλλωστε.

Fleur είπε...

^Χαχα μα γιατί το λες αυτό?:P Ήταν τόσο καλό το κείμενο μου ή τοσο μεγάλο?(που δεν λέω ναι ήταν:P)

Συμπάσχω στον χάλια Αυγουστό σου όπως καταλαβαίνεις.

Rohanne είπε...

Αγάπη μου, συλληπητήρια :(
Κι εμάς μας τάραξαν στις κηδείες φέτος το καλοκαίρι. Ο ένας πίσω απ' τον άλλο. Τι να κάνουμε, το ξεπερνάμε.
Φιλάκια πολλά <3

Fleur είπε...

Virgilia μου,ευχαριστώ πολύ.:/ Χμ..ναιπροσπαθούμε να το ξεπεράσουμε...
Φιλούδια πολλά.:**

Creepy Dreamer είπε...

περιττό να σου πω πως με έκανες και εμένα να κλάψω γιατί έχασα και εγώ τον παππού μου πέρισυ τον οκτώβριο και η γιαγιά μου έχει διαγνωστεί με καρκίνο και αναπόφευκτα, αύριο, σε 2 μήνες, σε 5 χρόνια θα πεθάνει...Τι να πω, λυπάμαι πραγματικά Μαράκι..
Σκέψου όμως πως πριν φύγει είχε χαρεί που σε είδε να πραγματοποιείς το όνειρό σου...Και πίστεψέ με νομίζεις πως αλήθεια έχει φύγει;..
Μπορεί να φανεί κουλό, μα στην 3η ταινία ΧΠ ο Σείριος είπε στο Χάρι πως αυτοί που μας αγαπάν δε φεύγουν ποτέ. Μένουν πάντα στη καρδιά μας. Έχεις ένα κομμάτι του παππού σου πάντα μέσα σου...και θα τον σκέφτεσαι πάντα όταν θα έρχονται δυσκολίες ή χαρές όπως είναι φυσικό γιατί ήταν κοντά σου...αλλά πρέπει επίσης να φανείς δυνατή και να ξεπεράσεις κάθε δυσκολία, γιατί δε νομίζω ο παππούς σου να ήθελε να σε βλέπει να κλαις, ε;
Φιλιά γλυκιά μου...

Fleur είπε...

ωωω,stop it!Θα ξανά κλάψω με το ποστ σου.<333
Ρε λυπάμαι και για τον δικό σου παππού,και για την γιαγιά σου.:( Άτιμο πράγμα ο καρκίνος...:/ Τουλάχιστον άμα την χάσει κάποτε,θα είχες προετοιμαστεί κάπως...Για όλους εμάς ήταν ΤΟΣΟ ΜΑ ΤΟΣΟ ξαφνικό βρε παιδί μου.:/
Τι ωραία παρομοίωση αυτή με τον Χάρι.<3 Ναι δίκο έχεις.:)
Εχεις ΤΟΣΟ απόλυτο δίκιο,της προάλλες είδα ένα όνειρο με τον παππού μου,και μου έλεγε πως πάντα θα τον έχω,γιατί θα έχω για παρέα μου τις ωραίες αναμνήσεις που μου άφησε. <3 :(
Όχι μωρέ,δεν θα το ήθελε.:/
Φιλάκια πολλά πολλά!
Πολύ ωραίο το σχόλιο σου,ευχαριστώ..:*

Creepy Dreamer είπε...

Βασικά είναι δεν είναι ξαφνικός, ο θάνατος είναι θάνατος. Απώλεια και τέλος. :/
Είδες, στο λέει και ο ίδιος γλυκιά μου να μη στενοχωριέσαι.

Fleur είπε...

Ναι δίκιο έχεις,και στα δύο.:/ ;)

Νικολέτα είπε...

Συγκινητική αναρτηση.μαρακι ειμαστε διπλα σου οσοι σ αγαπαμε οτι κι αν συμβει.

Fleur είπε...

Νικολέτα,ευχαριστώ πολύ.<3
Αχουυ,θα το θυμάμαι αυτό!:)

Μαρ:U είπε...

εχασα τον παππου μου 23/7/11 ...ηταν η χειροτερη μερα της ζωης μου..
Αλλα τι να κανουμε, η ζωη πρεπει να συνεχιστει..

Fleur είπε...

Μαρ:U

σε καταλαβαίνω....
Ναι πρέπει....

Ανώνυμος είπε...

Από τα πιο ωραία κείμενα, έχασα τον παππού μου πριν από 20 μέρες και δεν το έχω συνηδειτοποιησει ακόμα, δεν μπορώ να πιστέψω ότι δεν θα τον ξανά δω, δεν θα τον ξανά αγκαλιάσω, δεν θα με ξανά πάρει τηλέφωνο να μου πει σ'αγαπώ.. δεν μου είχε περάσει ποτέ από το μυαλό ότι θα φτάσει αυτή η στιγμή, ήθελα να πιστεύω ότι δεν θα τον χάσω ποτέ, ποτέ δεν θα χάσω κάποιον τόσο δικό μου άνθρωπο..